-
1 περινοστέω
A go round, visit, inspect,περὶ τὰς κλίνας Ar.Th. 796
;παλαίστρας Id. Pax 762
;τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c
: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περινοστέω
См. также в других словарях:
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek